γόγγρος

γόγγρος
ο морской угорь

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "γόγγρος" в других словарях:

  • γόγγρος — conger eel masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γόγγρος — ο (AM γόγγρος) τελεόστεος ιχθύς, χέλι τής θάλασσας, μουγγρί αρχ. ρόζος στον φλοιό τών δέντρων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η υπόθεση ότι πρόκειται για δάνεια λέξη μεσογειακής προελεύσεως μένει αναπόδεικτη. Πιθ. πρόκειται για δημώδη τ. που μπορεί να …   Dictionary of Greek

  • γόγγροι — γόγγρος conger eel masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γόγγροις — γόγγρος conger eel masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γόγγροισιν — γόγγρος conger eel masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γόγγρον — γόγγρος conger eel masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γόγγρου — γόγγρος conger eel masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γόγγρους — γόγγρος conger eel masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γόγγρων — γόγγρος conger eel masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γόγγρῳ — γόγγρος conger eel masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γογγρίον — γογγρίον, το (Α) [γόγγρος] μικρός γόγγρος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»